Τρείς Ιεράρχες
Οι ασυμβίβαστοι
Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σ' όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα και τη βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της Αγιότητας και καλούσαν και τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.
Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων. Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντας τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεως μας και διαφωτίζοντας τους για τα μεγάλα θέματα, πού απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Καθόρισαν συστηματικά την Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.
Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα όποια ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις ημέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράμματα τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετέλεσαν εποχήν λόγου νέαν, μενάλην και ένδοξον δια το ανθρώπινον γένος» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β' σελ. 1, 6).
Πολύ εύστοχα ελέχθη γι΄ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».
Βασικό στοιχείο της αγιότητας και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της
διπλωματίας. Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα άρχων και πίστεως. Δε σκέφθηκαν ποτέ εάν αντίπαλοι τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.
- Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «όταν Θεός ή το κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ακουέτω ταύτα και βασιλεύς». Να τα πεις και να τ' ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (ΡΟ 36, 561).
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους Αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινουπόλεως, πού τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επίσκοποι αμφισβήτησαν την εκλογή του, παραιτήθηκε αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παραιτήθηκε και από την προεδρία της Β' Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του. Δεν εγνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμα του ήταν όπως έγραφε, το «μη παρασυρήναι», να μη παρασύρεται και να έχει «παρρησίαν» (ΡΟ 37, 32-33).
Και ο Ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι όποιοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν δίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι΄ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματος του βλέπουμε στην ομιλία, πού εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία: «Πολλά τα κύματα και χαλεπόν το κλυδώνιον αλλ' ου δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μη καταποντισθώμεν επί γαρ της πέτρας εστήκαμεν. Μαινέσθω η θάλασσα, πέτραν διαλύσαι ου δύναται εγειρέσθω τα κύματα, του Ιησού το πλοίον καταποντίσαι ουκ ισχύει» (ΡΟ 52, 427).
Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε τον Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.
Από το περιοδικό «Η Δράση μας» Τεύχος 465, Ιανουάριος 2009
Οι ασυμβίβαστοι
Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σ' όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα και τη βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της Αγιότητας και καλούσαν και τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.
Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων. Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντας τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεως μας και διαφωτίζοντας τους για τα μεγάλα θέματα, πού απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Καθόρισαν συστηματικά την Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.
Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα όποια ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις ημέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράμματα τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετέλεσαν εποχήν λόγου νέαν, μενάλην και ένδοξον δια το ανθρώπινον γένος» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β' σελ. 1, 6).
Πολύ εύστοχα ελέχθη γι΄ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».
Βασικό στοιχείο της αγιότητας και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της
διπλωματίας. Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα άρχων και πίστεως. Δε σκέφθηκαν ποτέ εάν αντίπαλοι τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.
- Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «όταν Θεός ή το κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ακουέτω ταύτα και βασιλεύς». Να τα πεις και να τ' ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (ΡΟ 36, 561).
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους Αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινουπόλεως, πού τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επίσκοποι αμφισβήτησαν την εκλογή του, παραιτήθηκε αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παραιτήθηκε και από την προεδρία της Β' Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του. Δεν εγνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμα του ήταν όπως έγραφε, το «μη παρασυρήναι», να μη παρασύρεται και να έχει «παρρησίαν» (ΡΟ 37, 32-33).
Και ο Ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι όποιοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν δίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι΄ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματος του βλέπουμε στην ομιλία, πού εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία: «Πολλά τα κύματα και χαλεπόν το κλυδώνιον αλλ' ου δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μη καταποντισθώμεν επί γαρ της πέτρας εστήκαμεν. Μαινέσθω η θάλασσα, πέτραν διαλύσαι ου δύναται εγειρέσθω τα κύματα, του Ιησού το πλοίον καταποντίσαι ουκ ισχύει» (ΡΟ 52, 427).
Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε τον Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.
Από το περιοδικό «Η Δράση μας» Τεύχος 465, Ιανουάριος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου