Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά
Όλην την περίοδον την οποία διανύουμε τώρα και επεκτείνεται σε πενήντα ημέρες, εορτάζουμε την εκ νεκρών Ανάστασι του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, φανερώνοντας με την παράτασιν αυτή την υπεροχή της σε σχέσι με τις άλλες εορτές, αν και αριθμός αυτός των ημερών περιέχει και την επέτειο μνήμη της επανόδου στους ουρανούς· αλλά και αυτό δεικνύει την διαφορά του αναστάντος Δεσπότου από τους ανθρώπους εκείνους που έχουν κατά καιρούς αναβιώσει. Πράγματι, όλοι όσοι έχουν αναστηθή εκ των νεκρών, ανεστήθησαν από άλλους, και αφού πάλιν απέθαναν, επέστρεψαν, στην γη· ο δε Χριστός, αφού ανέστη εκ νεκρών «θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Διότι μόνον αυτός, αφού ανέστησε ο ίδιος την τρίτη ημέρα τον εαυτό του, δεν επέστρεψε πάλι στην γη, αλλά ανήθλε στον ουρανό, καθιστώντας το φύραμά μας ομόθρονο με τον Πατέρα ως ομόθεον. Για τον λόγον αυτό είναι ο μόνος που έγινε αρχή της μελλούσης κοινής αναστάσεως, «απαρχή των κεκοιμημένων», «πρωτότοκος εκ των νεκρών», και «του μέλλοντος αιώνος πατήρ». Και όπως όσοι είναι μαζί με τον Αδάμ αποθαίνουν όλοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, έτσι και όσοι είναι μαζί με τον Χριστό, θα ζωοποιηθούν όλοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, αλλά ο κάθε ένας στην τάξι του· «απαρχή Χριστός, έπειτα οι του Χριστού εν τη (δευτέρα) παρουσία αυτού, είτα το τέλος, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και εξουσίαν και δύναμιν και θη πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού. Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» κατά την κοινήν ανάστασι, με την έσχατη σάλπιγγα· «δει γαρ το φθαρτόν τούτου ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν».
Τόσο μεγάλην δωρεά μας έχει προξενήσει η Ανάστασις του Κυρίου και για τούτο μόνον αυτής τον εορτασμό παρατείνουμε επί τόσες ημέρες, επειδή είναι αθάνατος και ανώλεθρος και αΐδιος· αυτές προεικονίζουν την μελλοντική μακαριότητα των αγίων, από την οποίαν έχει εξαφανισθή κάθε οδύνη και λύπη και στεναγμός· εκεί επικρατεί χαρά και πανήγυρις διαρκής, ένθεος και αναλλοίωτος· εκεί πράγματι είναι των ευφραινομένων η κατοικία. Γι΄ αυτό και η χάρις του Πνεύματος ενομοθέτησε πριν από την περίοδο αυτή να διερχώμεθα την ιεράν Τεσσαρακοστή με νηστείαν, αγρυπνία και προσευχή, και άσκησι σε όλες γενικώς τις αρετές· με την τεσσαρακοντάδα των ημερών δεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι σωζόμενοι στον αιώνα τούτο, ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μετάνοια και βίο θεοφιλή· με την Πεντηκοστή δε αυτή, την οποία διανύουμε τώρα, δεικνύει την άνεσι και απόλαυσι που αναμένει εκείνους οι οποίοι έζησαν εδώ εναγωνίως για τον Θεό.
Για τον λόγον αυτόν εκείνη μεν είναι Τεσσαρακοστή και συνδέεται με την ανάμνησι των σωτηρίων Παθών του Κυρίου, λύεται δε η νηστεία μετά την εβδόμην εβδομάδα, αυτή δε που είναι Πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει και την μετάβασι από την γη στον ουρανό και την κατάβασι και διάδοση του Θείου Πνεύματος. Διότι αυτός ο αιώνας είναι εβδοματικός και συνίσταται από τέσσερεις εποχές και μέρη και στοιχεία, και σε εκείνους που κατά τη διάρκειά του καθιστούν τους εαυτούς των κοινωνούς των παθημάτων του Χριστού επιφέρει την εορτή της Πεντηκοστής, η οποία αρχίζει από την ογδόη και καταλήγει στην ογδόη· υπερβαίνοντας δε την εβδομάδα και την τετράδα, με την Ανάστασι του Κυρίου και την μετά από αυτήν Ανάληψι παριστάνει την μέλλουσαν ανάστασι του ανθρωπίνου γένους και την εξύψωσι των αγίων μέσα σε νεφέλες προς την θείαν υποδοχή και στην συνέχεια προς την συνύπαρξι με τον Θεό σε μία αιωνία κατάπαυσι.
Αυτή λοιπόν θα έλθη στον καιρό της. Ο δε Κύριος όταν πριν από το Πάθος και την Ανάστασι εκήρυττε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας, δεικνύοντας στους μαθητάς ότι η εκλογή των αξίων της πίστεως και της αϊδίου κληρονομίας, την οποίαν αυτός έχει ετοιμάσει, δεν θα γίνη μόνον από τους Ιουδαίους, αλλά και από τους εθνικούς, σύμφωνα με την αναγινωσκομένη σήμερα στους ναούς περικοπή του Ευαγγελίου: «έρχεται εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Σιχάρ, πλησίον του χωριού ου έδωκεν Ιακώβ (στον) Ιωσήφ τω υιώ αυτού. Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ». Πηγήν ονομάζει το φρέαρ, επειδή το νερό του ήταν πηγαίο, όπως θα γίνη φανερό στην συνέχεια του λόγου· ήταν δε του Ιακώβ, επειδή ακριβώς εκείνος το είχε ανοίξει· η δε περιοχή την οποίαν έδωσεν ο Ιακώβ στον Ιωσήφ είναι τα Σίκημα, δηλαδή αυτή η Σιχέμ. Διότι όταν ψυχορραγούσε στην Αίγυπτο, αφήνοντας διαθήκη προς αυτόν του είπε: «ιδού εγώ αποθνήσκω, υμάς δε αποστρέψει (θα σας επαναφέρη) ο Θεός εκ της γης ταύτης εις την γην των πατέρων ημών. Εγώ δε δίδωμί σοι Σίκημα εξαίρετον παρά τους αδελφούς σου (κατ΄ εξαίρεσι), ην έλαβον εκ χειρός Αμορραίων εν τη μαχαίρα μου και τω τόξω μου». Γι΄ αυτό τα μεν Σίκημα κατοικούντο ύστερα από την φυλή του Εφραίμ, ο οποίος ήταν πρωτότοκος υιός του Ιωσήφ, τον δε τόπο γύρω από αυτά τον κατοικούσαν οι δέκα φυλές του Ισραήλ, τις οποίες εκυβέρνησε ο αποστάτης Ιεροβοάμ.
Επειδή δε αυτοί πολλές φορές προσέκρουσαν στον Θεό, πολλές φορές εγκατελείφθησαν και στο τέλος όλοι αιχμαλωτίσθησαν· ο ηγέτης λοιπόν των Ασσυρίων αντί αυτών εγκατέστησε στον τόπο έθνη που συγκέντρωσε από διάφορα μέρη και τους ωνόμασε Σαμαρείτες από το όρος Σομόρ. Όπως δε τότε ο Ιακώβ περνώντας από εκεί, σύμφωνα με την ιστορίαν, υπέταξε τα Σίκημα, έτσι και τώρα περνώντας ο Χριστός υπέταξε την Σαμάρεια. Αλλά εκείνος μεν, όπως λέγει ο ίδιος, με το σπαθί και το τόξο του, δηλαδή εξολοθρεύοντας και καταστρέφοντας τους κατοίκους της, ο δε Χριστός με την λόγο και την διδασκαλία του, γι΄ αυτό και σώζοντάς τους.
«Ο γαρ Ιησούς κεκοπιακώς», λέγει, «εκ της οδοιπορίας, εκάθητο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη». Και η ώρα και ο κόπος και ο τόπος επέβαλλαν να καθίση καθένας που έχει σώμα σαν το ιδικό μας. Επιβεβαιώνοντας λοιπόν αυτό και προβλέποντας το μελλοντικό κέρδος, «εκάθητο», λέγει, «ούτως επί τη πηγή»· με το «ούτως» εννοεί αφελώς κάτω, μόνος του, όπως ένας οδοιπόρος από τους πολλούς· διότι οι μαθηταί του επήγαν στην πόλι για να αγοράσουν τρόφιμα. Καθώς, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο εκαθόταν μόνος του στο πηγάδι, έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρη νερό· ο δε Κύριος διψώντας ως άνθρωπος και βλέποντας να έρχεται κάποιος που ποθεί να ξεδιψάση ανθρωπίνως, βλέποντας δε ως Θεός και την καρδία της να διψά για σωτήριον ύδωρ, να μην γνωρίζη όμως ποίος έχει την δυνατότητα να της το προσφέρη, επείγεται μεν να αποκαλύψη τον εαυτό του στην ποθούσα ψυχή, επειδή και αυτός ποθεί τους ποθούντας, όπως έχει γραφή, αρχίζει δε να της ομιλή από το σημείο αυτό που ημπορεί να γίνει δεκτός· και της λέγει: «δος μοι ύδωρ πιείν». Αυτή δε, επειδή ήταν ευφυής, κατάλαβε και μόνον από την στολήν, από το ύφος και όλη την κοσμιότητα των τρόπων του ότι ήταν Ιουδαίος και τηρητής του νόμου· θαυμάζω, λέγει, πώς ζητείς νερόν από Σαμαρείτιδα, ενώ οι Ιουδαίοι δεν επικοινωνούν με τους Σαμαρείτες ως εθνικούς. Ο δε Κύριος παίρνοντας αφορμή αρχίζει να αποκαλύπτη τον εαυτό του, λέγοντας· «ει ήδεις (εγνώριζες) την δωρεάν του Θεού, και τις εστίν ο λέγων σοι, δος μοι ύδωρ πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι (θα του ζητούσες και θα σου έδιδε) ύδωρ ζων».
Οι λόγοι αυτοί του Κυρίου αποδεικνύουν ότι, εάν εγνώριζε, αμέσως θα ζητούσε και θα γινόταν μέτοχος της δωρεάς του όντως ζώντος ύδατος, όπως έκαμε και απήλαυσε αργότερα, όταν έμαθε· Ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων, που ηρώτησε και ήκουσε με σαφήνεια, τελικώς εσταύρωσε τον Κύριον της δόξης. Αλλά ποία είναι η δωρεά του Θεού; Διότι λέγει: «ει ήδεις την δωρεάν του Θεού». Για να αφήσωμε τα άλλα, και μόνον αυτό, το ότι ο ενανθρωπήσας Θεός δεν βδελύσσεται εκείνους, που από τους Ιουδαίους θεωρούνται βδελυκτοί και ακοινώνητοι ακόμη και για ένα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά και σπουδαίο χάρισμα είναι; Το να τους θεωρή δε και τόσον αγαπητούς, ώστε όχι μόνο να δέχεται ότι του προσφέρουν, αλλά και να τους μεταδίδη τα θεία του χαρίσματα, ποίος νους θα το κατανοήση; ποίος λόγος θα εκφράση την υπερβολή της δωρεάς; Τι λέγω τα χαρίσματα; Αυτόν τον ίδιο τον εαυτόν του παρέχει και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της θεότητός του· διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποκτήσουν μέσα τους πηγή που να αναβλύζη προς αιώνιο ζωή.
Η δε Σαμαρείτις, επειδή δεν κατάλαβε ακόμη το μεγαλείο του ζώντος ύδατος, πρώτα μεν απορεί, από πού θα εύρη ο συνομιλητής το ύδωρ το οποίον υπόσχεται, αφού δεν έχει δοχείο και το φρέαρ είναι βαθύ. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνη με τον Ιακώβ, τον οποίο αποκαλεί και πατέρα, εξυψώνοντας το γένος από τον τόπο, και επαινεί το νερό του φρέατος λέγοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερο. Όταν δε ήκουσε τον Κύριο να λέγη ότι το νερό που θα δώσω εγώ θα γίνη γι΄ αυτόν που θα το δεχθή πηγή η οποία θα αναβλύζη προς ζωήν αιώνιο, άφησε λόγο ψυχής γεμάτης πόθο που είναι έτοιμη νά οδηγηθή προς την πίστι, αλλά δεν της εδόθη ακόμα η δυνατότης να κοιτάξη καθαρά προς το φως· διότι λέγει: «δος μοι, Κύριε, το ύδωρ τούτο, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν». Ο Κύριος όμως, επειδή ήθελε να αποκαλύψη σιγά σιγά τον εαυτό του, την προστάζει να φωνάξη και τον άνδρα της. Όταν δε εκείνη, κρύπτοντας την βιοτή της έσπευσε να λάβη δώρον, και είπε ότι δεν έχει άνδρα, ακούει πόσους άνδρες είχε από παιδί και ελέγχεται από τον Κύριον ακούοντας ότι τώρα δεν έχει ιδικόν της άνδρα· και για μεν τον έλεγχο δεν δυσαρεστείται, επειδή όμως διεπίστωσε ότι είναι Προφήτης, αμέσως επιλαμβάνεται υψηλοτέρων ζητημάτων.
Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια της γυναικός; Διότι λέγει· «οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν». Βλέπετε με τι απασχολούσε την διάνοιά της και πόση γνώσι της Γραφής είχε; Τώρα πόσοι από αυτούς που έχουν γεννηθή στην πίστι και συχνάζουν στην Εκκλησίαν αγνοούν αυτό το οποίο εγνώριζε καλά η Σαμαρείτις, ότι οι πατέρες μας, δηλαδή ο Ιακώβ και οι Πατριάρχες που προήλθαν από αυτόν, σ΄ αυτό το όρος προσεκύνησαν τον Θεόν; Αυτήν την γνώσι και την προσεκτικήν έρευνα της Αγίας Γραφής δεχόμενος ο Χριστός σαν οσμή ευωδίας, παρέτεινε ευχαρίστως την συζήτησι με την Σαμαρείτιδα. Διότι όπως, όταν τοποθετήσης κάτι εύοσμον επάνω στους πυρωμένους άνθρακες, προσελκύεις και συγκρατείς τους διερχομένους, εάν όμως τοποθετήσης κάτι βαρύ στην όσφρησι και δύσοσμο, τους απωθείς και τους απομακρύνεις, έτσι και στην διάνοια· εάν μεν έχης μέσα σου ιεράν μελέτη και ενδιαφέρον, καθιστάς τον εαυτόν σου άξιον θείας επισκέψεως, διότι αυτά τα οσφραίνεται ο Κύριος σαν οσμήν ευωδίας. Εάν όμως τρέφης μέσα σου πονηρούς και ρυπαρούς και γηΐνους λογισμούς, απομακρύνεσαι από την θείαν επιστασία, αφού κατέστησες τον εαυτόν σου άξιο της αποστροφής, αλλοίμονο, του Θεού. «Ου γαρ παραμενούσιν άνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου», λέγει προς τον Θεόν ο ψαλμωδός Προφήτης. Διότι εφ΄ όσον ο νόμος διατάσσει «μνησθήση δια παντός Κυρίου του Θεού σου, καθήμενος και πορευόμενος, κοιταζόμενος (εξαπλωμένος) και διανιστάμενος» και το Ευγγέλιο λέγει: «ερευνάτε τας Γραφάς» και μέσα σ΄ αυτές θα ευρήτε ζωήν αιώνιον, και ο Απόστολος παραγγέλλει να προσευχώμεθα αδιαλείπως, εκείνος που απασχολείται πολύ με γηΐνους λογισμούς είναι οπωσδήποτε παράνομος· πόσο δε περισσότερο αυτός που απασχολείται με πονηρούς και ακαθάρτους.
Πότε όμως προσεκύνησαν οι πατέρες μας στο όρος αυτό; Όταν ο Πατριάρχης Ιακώβ, αποφεύγοντας τον αδελφό του Ησαύ, που τον εφθονούσε, και υπακούοντας στις συμβουλές του πατέρα του Ισαάκ, επήγε στην Μεσοποταμία και επανήλθε από εκεί με τις γυναίκες και τα τέκνα του. Πράγματι κατά την επάνοδο, όταν έστησε σκηνές στο σημείο περίπου στο οποίο τώρα ο Κύριος ωμιλούσε με την Σαμαρείτιδα, μετά από το γεγονός που συνέβη με την Δείνα και μετά από την άλωσι των Σικήμων, είπεν ο Θεός στον Ιακώβ, όπως έχει γραφεί στην Γένεσι: «αναστάς ανάβηθι εις Βαιθήλ και ποίησον εκεί θυσιαστήριον τω Θεώ τω οφθέντι σοι εν τω αποδιδράσκειν σε από προσώπου Ησαύ του αδελφού σου».
Μετά από αυτά τα λόγια εσηκώθη ο Ιακώβ και ανέβη στο παρακείμενον όρος και οικοδόμησε, λέγει, εκεί θυσιαστήριο και ωνόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ· διότι εκεί του ενεφανίσθη ο Θεός. Γι΄ αυτό η Σαμαρείτις λέγει ότι οι πατέρες μας προσεκύνησαν σ΄ αυτό το όρος, επειδή εκρατούσε την παράδοσι εκείνων των παλαιών· διότι όσα αφορούν τον Ναό των Ιεροσολύμων ενομοθετήθησαν αργότερα. Και επειδή ακριβώς εκείνος ο τόπος ωνομάσθη από τον Ιακώβ οίκος Θεού, διότι έτσι ερμηνεύεται η λέξις Βαιθήλ, απορεί ποθώντας να μάθη πώς δεν λέγεται ότι ο οίκος του Θεού είναι εκεί αλλά στα Ιεροσόλυμα, όπου θεωρείτε ότι πρέπει να θυσιάζετε και να προσκυνήτε τον Θεό. Ο δε Κύριος, συμπληρώνοντας ήδη τον σκοπό των λόγων του και προφητεύοντας περί της γυναικός, ότι θα γίνη όπως ο Θεός ζητεί και αποδέχεται, και συγχρόνως αποκρινόμενος στους λόγους της, λέγει: «πίστευσόν μοι γύναι, ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί», και μετά από λίγο, «τοιούτους γαρ ζητεί ο Θεός τους προσκυνούντας αυτόν». Βλέπετε ότι και γι΄ αυτήν βεβαιώνει ότι θα γίνη όπως την θέλει ο Θεός και ότι θα προσκυνήση τον Ύψιστον Πατέρα όχι τοπικώς, αλλά ευαγγελικώς - διότι σ΄ αυτήν απευθύνεται ο λόγος, ότι ούτε στο όρος τούτο, ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα - αλλά συγχρόνως προαναγγέλλει σ΄ αυτήν φανερά και την μετάθεσι του νόμου: Διότι αφού θα μετατεθή η προσκύνησις, κατ΄ ανάγκην θα γίνη και μετάθεσις του νόμου.
Αλλά και το αμέσως επόμενον, «υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε (αυτό που δεν γνωρίζετε), ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν, ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστί», είναι απόκρισις προς τον λόγον εκείνης, συγχρόνως δε έρχεται και σαν συνέχεια των ιδικών του λόγων. Επειδή λέγει ότι κατά τούτο εμείς οι Ιουδαίοι - συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του μαζί με εκείνους, επειδή σωματικώς από αυτούς προέρχεται - εμείς, λοιπόν, λέγει, οι οποίοι δεν διαψεύδουμε το όνομα, αλλά γνωρίζουμε καλά τα ιδικά μας, κατά τούτο διαφέρουμε από σας τους Σαμαρείτες: στο ότι γνωρίζουμε πως έχει καθορισθή να τελήται η προσκύνησις στην Ιουδαία για τον λόγον ότι η σωτηρία όλου του κόσμου, δηλαδή ο Χριστός, θα προέλθη από του Ιουδαίους. Και επειδή δεν πρόκειται να έλθη στο μέλλον, αφού ήταν αυτός ο ίδιος, δεν είπε ότι η σωτηρία θα είναι από τους Ιουδαίους, αλλά ότι είναι. «Αλλ΄ έρχεται ώρα», λέγει, «και νυν εστί». Και αυτά προφητικά είναι· διότι το μεν «έρχεται» το λέγει, διότι ακόμη δεν ωλοκληρώθηκε, αλλά θα ολοκληρωθή, το δε «τώρα είναι» το είπε, επειδή την έβλεπε έτοιμη να πιστεύση και να προσκυνήση πνευματικώς και αληθώς. «Έρχεται ουν» λέγει «ώρα και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία» διότι ο Ύψιστος και προσκυνητός Πατήρ, είναι Πατήρ της αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού, και έχει πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το Άγιον, και αυτοί που έτσι τον προσκυνούν, το πράττουν διότι έτσι πιστεύουν και μετέχουν των κοινών ενεργειών τους. Διότι το Πνεύμα, λέγει ο Απόστολος, είναι αυτό δια του οποίου προσκυνούμε και δια του οποίου προσευχόμεθα, και ο μονογενής Υιός του Θεού λέγει: «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι΄ εμού».
Εκείνοι, λοιπόν, οι οποίοι προσκυνούν έτσι «εν πνεύματι και αληθεία» τον ύψιστον Πατέρα, αυτοί είναι οι αληθινοί προσκυνηταί. Επειδή δε απέκλεισε και τα Ιεροσόλυμα και την Σαμάρεια, για να μην νομίση κάποιος ότι πρόκειται αντί αυτών να εισαχθή άλλος τόπος, απομακρύνει πάλι τον ακροατήν από κάθε σωματικήν έννοια και τόπο και προσκύνησι ως εξής: «Πνεύμα», λέγει, «ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν», δηλαδή, νοώντας τον ασώματο εντελώς έξω από τα σωματικά· διότι με αυτόν τον τρόπο και θα τον ιδούν αληθώς παντού μέσα στο Πνεύμα και στην Αλήθειά του. Διότι ο Θεός είναι ασώματος, αφού είναι Πνεύμα, το δε ασώματον δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται από τοπικά όρια. Όποιος λοιπόν λέγει ότι ο Θεός πρέπει να προσκυνήται μόνο στην περιοχή των Ιεροσολύμων, ή του όρους της Σαμαρείας, ή σε κάποιον άλλο τόπο του ουρανού και της γης, δεν ομιλεί αληθώς ούτε αληθώς προσκυνεί.
Αλλά ως ασώματος ο Θεός δεν είναι σε κανένα τόπο, ως δε Θεός είναι παντού· διότι, εάν υπάρχη όρος ή τόπος ή κτίσις όπου δεν είναι ο Θεός, πάλι θα ευρεθή να περιέχεται σε κάτι άλλο, στο οποίο υπάρχει ο Θεός· παντού λοιπόν είναι ο Θεός και μέσα σε όλα. Πως, λοιπόν, είναι παντού και σε όλα; ως περιεχόμενος όχι από μέρος αλλά από το σύμπαν; όχι βέβαια· διότι πάλι θα ήταν σώμα. Επομένως, επειδή συνέχει και περιέχει το παν, αυτός είναι μέσα στον εαυτό του, παντού και επάνω από το παν, προσκυνούμενος από τους αληθινούς προσκυνητάς ως προς το Πνεύμα και την Αλήθειά του.
Παντού, λοιπόν, θα προσκυνηθή ο Θεός από αυτούς που πιστεύουν έτσι, αληθώς και θεοπρεπώς, όχι μόνον στην γη, αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και τον τόπον απεριόριστος, μέσα και μαζί με το Άγιο και αΐδιον Πνεύμα και τον συνάναρχον Υιόν και Λόγον, ο οποίος είναι η ενυπόστατος αλήθεια του Πατρός. Αλλά και η ψυχή και ο άγγελος, ενώ είναι ασώματοι, δεν ευρίσκονται σε ωρισμένον τόπον, αλλά δεν είναι και παντού· διότι δεν συνέχουν τον παν, αλλά και αυτά έχουν ανάγκη από εκείνο που τα συνέχει, επομένως και αυτά ευρίσκονται μέσα σ΄ αυτόν που συνέχει και περιέχει το παν, περιοριζόμενα καταλλήλως από αυτόν. Η ψυχή όμως, η οποία συνέχει το σώμα μαζί με το οποίο και εκτίσθη, ευρίσκεται σε όλο το σώμα, όχι σαν σε τόπο, ούτε σαν περιεχομένη σε αυτό, αλλά συνέχει και περιέχει το σώμα· έχει και αυτήν την ιδιότητα ως εικόνα του Θεού που είναι.
Η δε Σαμαρείτις καθώς ήκουσε από τον Χριστό τους εξαισίους αυτούς και θεοπρεπείς λόγους, ότι δηλαδή ο Θεός από κανέναν δεν προσκυνείται αληθινά παρά μόνον από αυτόν που ζει μέσα στο Πνεύμα και στην Αλήθειά του, τότε και αυτή, όπως η νυμφευομένη τον Θεό ψυχή, για την οποία ομιλεί το Άσμα των Ασμάτων, αναπτερωμένη από την φωνή του Νυμφίου της αφθαρσίας, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο, τον οποίο και έχει ενώπιόν της χωρίς ακόμη να το γνωρίζη, και λέγει: «οίδα (γνωρίζω) ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα». Βλέπετε πως ήταν ετοιμοτάτη για την πίστι, είχε δηλαδή την αίσθησι ότι ήδη εγγίζει ο προσδοκώμενος, και γι΄ αυτό ήταν γεμάτη ελπίδα; Άρα και σ΄ αυτήν δεν αρμόζει το του Δαυΐδ: «ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου»;
Και από πού θα εγνώριζε τούτο με τόσην βεβαιότητα και ασφάλεια και θα είχε τον εσωτερικόν πόθο προς αυτό, εάν δεν είχε μελετήσει με ακροτάτην σύνεσι τα προφητικά βιβλία; Γι΄ αυτό είχε και τον νου τόσο μετάρσιο, γεμάτον από θεία νοήματα. Καθώς τώρα βλέπω με θαυμασμό τον πνεύματικό και σφοδρόν πόθον αυτής της Σαμαρείτιδος προς τον Χριστό, μου έρχονται πάλι να ειπώ γι΄ αυτήν τα λόγια του Άσματος εκείνου: «τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος;»· επειδή προαναγγέλλει πως μετά από λίγο θα επιφανή ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, και υποδηλώνει ότι με αυτήν αρχίζει η Εκκλησία των εθνών αναρχόμενη από την πηγή στην οποία εστέκετο σαν από ιερά κολυμβήθρα, καθώς κατηχείτο από τον Σωτήρα, την βλέπω να προβάλλη σαν πολυέραστος όρθρος. Είναι δε ωραία όπως η σελήνη, επειδή φέγγει, ενώ επικρατεί ακόμη η νύκτα της ασεβείας· εκλεκτή δε όπως ο ήλιος, γι΄ αυτό και ωνομάσθη από τον Σωτήρα Φωτεινή και κατεγράφη και αυτή στον κατάλογο εκείνων που μέλλουν να λάμψουν όπως ο ήλιος, κατά το Ευαγγέλιο· διότι επεσφράγισε τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της με μακαριώτατο και μαρτυρικόν τέλος, τώρα δε εγνώρισε ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός και τέλεια τον εθεολόγησε· και εκείνο που είπε ο ίδιος ύστερα στους μαθητάς περί του συμφυούς και ομοτίμου Πνεύματος, πως όταν έλθη εκείνος θα διδάξη όλη την αλήθεια, το ίδιο και αυτή προλαβαίνοντας λέγει περί αυτού: «όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα».
Αλλά μόλις την είδε έτσι ο νοητός Νυμφίος Χριστός, λέγει προς αυτήν απροκαλύπτως: «εγώ ειμί, ο λαλών σοι». Εκείνη δε ως εκλεκτή, γίνεται αμέσως πραγματική Ευαγγελίστρια και αφήνοντας την υδρία τρέχει προς την πόλι και τους μεταστρέφει όλους με τα λόγια, οδηγώντας τους προς την πίστι του φανέντος, λέγοντας: «δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα· μήτι ούτός εστίν ο Χριστός;» Ομιλεί έτσι όχι επειδή έχει κάποιαν αμφιβολία, αλλά επειδή πιστεύει ότι και οι άλλοι θα πληροφορηθούν καλύτερα από την θέα και θα πεισθούν ευχερέστερα δια της συνομιλίας με τον Κύριον, όπως και πράγματι συνέβη.
Εγώ δε και για τα προηγούμενα ωμίλησα συνοπτικώτερα και τώρα θα παραλείψω την συνέχεια των ευαγγελικών λόγων, διότι βλέπω ότι ο χρόνος σας πιέζει για τις βιοτικές ανάγκες και τις σωματικές εργασίες. Εσείς όμως προσέξετε την Σαμαρείτιδα αυτήν· μόλις ήκουσε τους ευαγγελικούς λόγους τους οποίους κι εμείς αναγγέλλουμε προς την αγάπη σας, ευθύς κατεφρόνησε και τις απαραίτητες ανάγκες του σώματος. Άφησε στην στιγμή και την υδρία και την οικία, έτρεξε στην πόλι και παίρνοντας τους Σαμαρείτες επανήλθε μαζί τους στον Χριστό. Διότι το «δεύτε, ίδετε» αυτό ακριβώς σημαίνει, ακολουθήσετέ με όπου θα σας οδηγήσω και τώρα θα σας δείξω τον Σωτήρα που ήλθε από τους ουρανούς στον κόσμο. Τότε λοιπόν προτρέποντάς τους με αυτόν τον τρόπο, τους παρουσίασε στον Χριστό, εμάς δε με την εγκατάλειψι και της οικίας και της υδρίας μας διδάσκει να θεωρούμε προτιμωτέρα και από τις απαραίτητες ανάγκες την ωφέλειαν από την διδασκαλία, την οποία και ο Κύριος απεκάλεσε αγαθήν μερίδα προς την Μάρθα του Ευαγγελίου, υπερασπιζόμενος την Μαρία, η οποία παρακολουθούσε τον λόγο. Και εάν πρέπει να περιφρονούμε τα αναγκαία, πόσο μάλλον τα άλλα; Διότι τι σε κατεπείγει και σε απομακρύνει από τα ωφέλιμα στην ψυχήν ακροάματα; Μήπως επιμέλεια οίκου και παιδιών και γυναικός; οικείον ή συγγενικό πένθος ή χαρά; μήπως αγοραπωλησία κτημάτων, χρήσις όλων των υπαρχόντων σου ή μάλλον κατάχρησις; Αλλά άκουσε συνετώς τα αποστολικά διδάγματα· «ο καιρός αδελφοί, το λοιπόν συνεσταλμένος εστί, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει (περνά, φεύγει) γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου». Τι σημαίνει «ο καιρός συνεσταλμένος εστί»; Σύντομος ο βίος, φθαρτός αυτός ο κόσμος, εκείνος που μένει παντοτινά είναι άλλος· μας παραπέμπει δε προς εκείνον ασφαλώς η καταφρόνησις του παρόντος κόσμου, η ετοιμασία για εκείνον τον μέλλοντα, το να ζούμε όσον είναι δυνατόν από εδώ ανάλογα με εκείνο το πολίτευμα και να αποφεύγωμε με όλη μας την δύναμι τα επιβλαβή του παρόντος βίου. Όπως δε, όταν γίνεται πυκνά επιδρομή εχθρών στα περίχωρα της πόλεως, έχουμε τους αγρούς σαν να μη τους έχωμε, και τον περισσότερο χρόνο αφήνοντας εκείνους παραμένουμε στους οίκους με ασφάλεια, και εάν αναχωρήσουν για λίγο οι εχθροί, χρησιμοποιούμε σαν σε περίπατο τους αγρούς αυτούς, όμως χωρίς κατάχρησι, επειδή βλέπουμε τον καιρό της χρήσεως σύντομο, έτσι και ο Απόστολος καλώς παραινεί να χρησιμοποιούμε τον κόσμον αυτό, όχι όμως να κάνωμε κατάχρησι. Διότι βλέπει αφ΄ ενός τους αοράτους εχθρούς να επεμβαίνουν δεινώς, αφ΄ ετέρου την προσδοκία της φθοράς· «διότι», λέγει, «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». Επειδή ακριβώς τα παρόντα δεν υπάρχουν ουσιωδώς, αλλά, όπως το είπε, μόνο σχήμα έχουν, και γίνονται μεν, όμως δεν είναι, φαίνονται για λίγο και παρέρχονται· και αν θελήση κάποιος να τα κατέχη, δεν θα ημπορέση ποτέ, όπως η θερινή άγονος νεφέλη, η οποία διώκεται από τον άνεμο και παρέρχεται σαν σκιά. Η παραίνεσις αυτή γίνεται μόνον, για να γίνη φανερά η πρόθεσις του καθενός και για να δώση σημάδι της επιγνώσεως των διδαγμάτων του Θεού. Και εάν θελήση κάποιος να κατέχη τα παρόντα, αυτό δεν είναι δυνατόν για δύο λόγους: διότι όχι μόνον ο κόσμος αυτός παρέρχεται, αλλά και καθένας από εμάς που χρησιμοποιεί τον κόσμον αυτόν, μερικές φορές παρέρχεται και πριν από τα ίδια τα υπάρχοντά του. Κάθε άνθρωπος παρέρχεται σαν να βαδίζη σε κάποια οδό που και αυτή κινείται πολυειδώς και παρέρχεται από αυτόν και συμβαίνει ένα από τα δύο: ή τον προφθάνει η οδός και δεν ημπορεί πλέον να κατέχη εκείνα που κατείχε, ή αυτός προφθάνει και δεν ημπορεί πλέον να κατέχη τα βιοτικά· διότι, αφού ο άνθρωπος είναι θνητός, είναι συνδεδεμένος με τα βιοτικά, τα οποία είναι και αυτά τρεπτά. Ή λοιπόν τρέπεται πολυτρόπως ως συνδεδεμένος με τα τρεπτά και χάνει όσα κατείχε, πλούτον ίσως, δόξα ή ευθυμία, ή αποθνήσκοντας προφθάνει να επιφέρη στον ευατό του κεφαλαιωδέστερη τροπή και αναχωρεί γυμνός, εγκαταλείποντας σε άλλους τα παρόντα και τις ελπίδες που είχε γι΄ αυτά. Ίσως στα τέκνα του; αλλά ποία ευχαρίστησις θα προκύψη από αυτό; Αυτός μεν δεν έχει πλέον καμμίαν αίσθησι των εδώ πραγμάτων, τα δε τέκνα του θα πέσουν κι αυτά με τον ίδιο ή με άλλον τρόπο.
Το τέλος λοιπόν των προσκολλημένων στον κόσμον αυτόν είναι πάντοτε η συμφορά, αφού στο τέλος εκφέρονται γυμνοί και αφήνουν εδώ όλες τις γήϊνες παρηγοριές. Σε όσους όμως περιφρονούν τα πράγματα του κόσμου τούτου και ζητούν να μάθουν περί του μέλλοντος κόσμου και σπεύδουν να πράξουν αυτά που θα συντελέσουν για εκείνον, ο θάνατος όταν έρχεται, δεν προξενεί ζημία, αλλά μάλλον τους μεταφέρει από τούτα τα μάταια και ρευστά προς ανέσπερον ημέρα, προς αθάνατον ζωήν, προς πλούτον αδαπάνητον, προς άφθαρτον τρυφή, προς αΐδιον δόξα, προς τα αγαθά που υπάρχουν πραγματικώς και διαμένουν αναλλοίωτα. Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, με την χάρι και την φιλανθρωπία αυτού που έκλινε τους ουρανούς και κατέβη υπέρ ημών, όχι μόνον έως εμάς, αλλά μέχρι και τις έγκλειστες στα καταχθόνια ψυχές· ο οποίος από εκεί ανήλθε πάλι δι΄ Αναστάσεως και αναβιώσεως και προσέφερε σ΄ εμάς δια του εαυτού του τον φωτισμό και την γνώσι και την ελπίδα των ουρανίων και αϊδίων, για τα οποία και στα οποία είναι δεδοξασμένος στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τόσο μεγάλην δωρεά μας έχει προξενήσει η Ανάστασις του Κυρίου και για τούτο μόνον αυτής τον εορτασμό παρατείνουμε επί τόσες ημέρες, επειδή είναι αθάνατος και ανώλεθρος και αΐδιος· αυτές προεικονίζουν την μελλοντική μακαριότητα των αγίων, από την οποίαν έχει εξαφανισθή κάθε οδύνη και λύπη και στεναγμός· εκεί επικρατεί χαρά και πανήγυρις διαρκής, ένθεος και αναλλοίωτος· εκεί πράγματι είναι των ευφραινομένων η κατοικία. Γι΄ αυτό και η χάρις του Πνεύματος ενομοθέτησε πριν από την περίοδο αυτή να διερχώμεθα την ιεράν Τεσσαρακοστή με νηστείαν, αγρυπνία και προσευχή, και άσκησι σε όλες γενικώς τις αρετές· με την τεσσαρακοντάδα των ημερών δεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι σωζόμενοι στον αιώνα τούτο, ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μετάνοια και βίο θεοφιλή· με την Πεντηκοστή δε αυτή, την οποία διανύουμε τώρα, δεικνύει την άνεσι και απόλαυσι που αναμένει εκείνους οι οποίοι έζησαν εδώ εναγωνίως για τον Θεό.
Για τον λόγον αυτόν εκείνη μεν είναι Τεσσαρακοστή και συνδέεται με την ανάμνησι των σωτηρίων Παθών του Κυρίου, λύεται δε η νηστεία μετά την εβδόμην εβδομάδα, αυτή δε που είναι Πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει και την μετάβασι από την γη στον ουρανό και την κατάβασι και διάδοση του Θείου Πνεύματος. Διότι αυτός ο αιώνας είναι εβδοματικός και συνίσταται από τέσσερεις εποχές και μέρη και στοιχεία, και σε εκείνους που κατά τη διάρκειά του καθιστούν τους εαυτούς των κοινωνούς των παθημάτων του Χριστού επιφέρει την εορτή της Πεντηκοστής, η οποία αρχίζει από την ογδόη και καταλήγει στην ογδόη· υπερβαίνοντας δε την εβδομάδα και την τετράδα, με την Ανάστασι του Κυρίου και την μετά από αυτήν Ανάληψι παριστάνει την μέλλουσαν ανάστασι του ανθρωπίνου γένους και την εξύψωσι των αγίων μέσα σε νεφέλες προς την θείαν υποδοχή και στην συνέχεια προς την συνύπαρξι με τον Θεό σε μία αιωνία κατάπαυσι.
Αυτή λοιπόν θα έλθη στον καιρό της. Ο δε Κύριος όταν πριν από το Πάθος και την Ανάστασι εκήρυττε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας, δεικνύοντας στους μαθητάς ότι η εκλογή των αξίων της πίστεως και της αϊδίου κληρονομίας, την οποίαν αυτός έχει ετοιμάσει, δεν θα γίνη μόνον από τους Ιουδαίους, αλλά και από τους εθνικούς, σύμφωνα με την αναγινωσκομένη σήμερα στους ναούς περικοπή του Ευαγγελίου: «έρχεται εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Σιχάρ, πλησίον του χωριού ου έδωκεν Ιακώβ (στον) Ιωσήφ τω υιώ αυτού. Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ». Πηγήν ονομάζει το φρέαρ, επειδή το νερό του ήταν πηγαίο, όπως θα γίνη φανερό στην συνέχεια του λόγου· ήταν δε του Ιακώβ, επειδή ακριβώς εκείνος το είχε ανοίξει· η δε περιοχή την οποίαν έδωσεν ο Ιακώβ στον Ιωσήφ είναι τα Σίκημα, δηλαδή αυτή η Σιχέμ. Διότι όταν ψυχορραγούσε στην Αίγυπτο, αφήνοντας διαθήκη προς αυτόν του είπε: «ιδού εγώ αποθνήσκω, υμάς δε αποστρέψει (θα σας επαναφέρη) ο Θεός εκ της γης ταύτης εις την γην των πατέρων ημών. Εγώ δε δίδωμί σοι Σίκημα εξαίρετον παρά τους αδελφούς σου (κατ΄ εξαίρεσι), ην έλαβον εκ χειρός Αμορραίων εν τη μαχαίρα μου και τω τόξω μου». Γι΄ αυτό τα μεν Σίκημα κατοικούντο ύστερα από την φυλή του Εφραίμ, ο οποίος ήταν πρωτότοκος υιός του Ιωσήφ, τον δε τόπο γύρω από αυτά τον κατοικούσαν οι δέκα φυλές του Ισραήλ, τις οποίες εκυβέρνησε ο αποστάτης Ιεροβοάμ.
Επειδή δε αυτοί πολλές φορές προσέκρουσαν στον Θεό, πολλές φορές εγκατελείφθησαν και στο τέλος όλοι αιχμαλωτίσθησαν· ο ηγέτης λοιπόν των Ασσυρίων αντί αυτών εγκατέστησε στον τόπο έθνη που συγκέντρωσε από διάφορα μέρη και τους ωνόμασε Σαμαρείτες από το όρος Σομόρ. Όπως δε τότε ο Ιακώβ περνώντας από εκεί, σύμφωνα με την ιστορίαν, υπέταξε τα Σίκημα, έτσι και τώρα περνώντας ο Χριστός υπέταξε την Σαμάρεια. Αλλά εκείνος μεν, όπως λέγει ο ίδιος, με το σπαθί και το τόξο του, δηλαδή εξολοθρεύοντας και καταστρέφοντας τους κατοίκους της, ο δε Χριστός με την λόγο και την διδασκαλία του, γι΄ αυτό και σώζοντάς τους.
«Ο γαρ Ιησούς κεκοπιακώς», λέγει, «εκ της οδοιπορίας, εκάθητο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη». Και η ώρα και ο κόπος και ο τόπος επέβαλλαν να καθίση καθένας που έχει σώμα σαν το ιδικό μας. Επιβεβαιώνοντας λοιπόν αυτό και προβλέποντας το μελλοντικό κέρδος, «εκάθητο», λέγει, «ούτως επί τη πηγή»· με το «ούτως» εννοεί αφελώς κάτω, μόνος του, όπως ένας οδοιπόρος από τους πολλούς· διότι οι μαθηταί του επήγαν στην πόλι για να αγοράσουν τρόφιμα. Καθώς, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο εκαθόταν μόνος του στο πηγάδι, έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρη νερό· ο δε Κύριος διψώντας ως άνθρωπος και βλέποντας να έρχεται κάποιος που ποθεί να ξεδιψάση ανθρωπίνως, βλέποντας δε ως Θεός και την καρδία της να διψά για σωτήριον ύδωρ, να μην γνωρίζη όμως ποίος έχει την δυνατότητα να της το προσφέρη, επείγεται μεν να αποκαλύψη τον εαυτό του στην ποθούσα ψυχή, επειδή και αυτός ποθεί τους ποθούντας, όπως έχει γραφή, αρχίζει δε να της ομιλή από το σημείο αυτό που ημπορεί να γίνει δεκτός· και της λέγει: «δος μοι ύδωρ πιείν». Αυτή δε, επειδή ήταν ευφυής, κατάλαβε και μόνον από την στολήν, από το ύφος και όλη την κοσμιότητα των τρόπων του ότι ήταν Ιουδαίος και τηρητής του νόμου· θαυμάζω, λέγει, πώς ζητείς νερόν από Σαμαρείτιδα, ενώ οι Ιουδαίοι δεν επικοινωνούν με τους Σαμαρείτες ως εθνικούς. Ο δε Κύριος παίρνοντας αφορμή αρχίζει να αποκαλύπτη τον εαυτό του, λέγοντας· «ει ήδεις (εγνώριζες) την δωρεάν του Θεού, και τις εστίν ο λέγων σοι, δος μοι ύδωρ πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι (θα του ζητούσες και θα σου έδιδε) ύδωρ ζων».
Οι λόγοι αυτοί του Κυρίου αποδεικνύουν ότι, εάν εγνώριζε, αμέσως θα ζητούσε και θα γινόταν μέτοχος της δωρεάς του όντως ζώντος ύδατος, όπως έκαμε και απήλαυσε αργότερα, όταν έμαθε· Ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων, που ηρώτησε και ήκουσε με σαφήνεια, τελικώς εσταύρωσε τον Κύριον της δόξης. Αλλά ποία είναι η δωρεά του Θεού; Διότι λέγει: «ει ήδεις την δωρεάν του Θεού». Για να αφήσωμε τα άλλα, και μόνον αυτό, το ότι ο ενανθρωπήσας Θεός δεν βδελύσσεται εκείνους, που από τους Ιουδαίους θεωρούνται βδελυκτοί και ακοινώνητοι ακόμη και για ένα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά και σπουδαίο χάρισμα είναι; Το να τους θεωρή δε και τόσον αγαπητούς, ώστε όχι μόνο να δέχεται ότι του προσφέρουν, αλλά και να τους μεταδίδη τα θεία του χαρίσματα, ποίος νους θα το κατανοήση; ποίος λόγος θα εκφράση την υπερβολή της δωρεάς; Τι λέγω τα χαρίσματα; Αυτόν τον ίδιο τον εαυτόν του παρέχει και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της θεότητός του· διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποκτήσουν μέσα τους πηγή που να αναβλύζη προς αιώνιο ζωή.
Η δε Σαμαρείτις, επειδή δεν κατάλαβε ακόμη το μεγαλείο του ζώντος ύδατος, πρώτα μεν απορεί, από πού θα εύρη ο συνομιλητής το ύδωρ το οποίον υπόσχεται, αφού δεν έχει δοχείο και το φρέαρ είναι βαθύ. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνη με τον Ιακώβ, τον οποίο αποκαλεί και πατέρα, εξυψώνοντας το γένος από τον τόπο, και επαινεί το νερό του φρέατος λέγοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερο. Όταν δε ήκουσε τον Κύριο να λέγη ότι το νερό που θα δώσω εγώ θα γίνη γι΄ αυτόν που θα το δεχθή πηγή η οποία θα αναβλύζη προς ζωήν αιώνιο, άφησε λόγο ψυχής γεμάτης πόθο που είναι έτοιμη νά οδηγηθή προς την πίστι, αλλά δεν της εδόθη ακόμα η δυνατότης να κοιτάξη καθαρά προς το φως· διότι λέγει: «δος μοι, Κύριε, το ύδωρ τούτο, ίνα μη διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν». Ο Κύριος όμως, επειδή ήθελε να αποκαλύψη σιγά σιγά τον εαυτό του, την προστάζει να φωνάξη και τον άνδρα της. Όταν δε εκείνη, κρύπτοντας την βιοτή της έσπευσε να λάβη δώρον, και είπε ότι δεν έχει άνδρα, ακούει πόσους άνδρες είχε από παιδί και ελέγχεται από τον Κύριον ακούοντας ότι τώρα δεν έχει ιδικόν της άνδρα· και για μεν τον έλεγχο δεν δυσαρεστείται, επειδή όμως διεπίστωσε ότι είναι Προφήτης, αμέσως επιλαμβάνεται υψηλοτέρων ζητημάτων.
Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια της γυναικός; Διότι λέγει· «οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν». Βλέπετε με τι απασχολούσε την διάνοιά της και πόση γνώσι της Γραφής είχε; Τώρα πόσοι από αυτούς που έχουν γεννηθή στην πίστι και συχνάζουν στην Εκκλησίαν αγνοούν αυτό το οποίο εγνώριζε καλά η Σαμαρείτις, ότι οι πατέρες μας, δηλαδή ο Ιακώβ και οι Πατριάρχες που προήλθαν από αυτόν, σ΄ αυτό το όρος προσεκύνησαν τον Θεόν; Αυτήν την γνώσι και την προσεκτικήν έρευνα της Αγίας Γραφής δεχόμενος ο Χριστός σαν οσμή ευωδίας, παρέτεινε ευχαρίστως την συζήτησι με την Σαμαρείτιδα. Διότι όπως, όταν τοποθετήσης κάτι εύοσμον επάνω στους πυρωμένους άνθρακες, προσελκύεις και συγκρατείς τους διερχομένους, εάν όμως τοποθετήσης κάτι βαρύ στην όσφρησι και δύσοσμο, τους απωθείς και τους απομακρύνεις, έτσι και στην διάνοια· εάν μεν έχης μέσα σου ιεράν μελέτη και ενδιαφέρον, καθιστάς τον εαυτόν σου άξιον θείας επισκέψεως, διότι αυτά τα οσφραίνεται ο Κύριος σαν οσμήν ευωδίας. Εάν όμως τρέφης μέσα σου πονηρούς και ρυπαρούς και γηΐνους λογισμούς, απομακρύνεσαι από την θείαν επιστασία, αφού κατέστησες τον εαυτόν σου άξιο της αποστροφής, αλλοίμονο, του Θεού. «Ου γαρ παραμενούσιν άνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου», λέγει προς τον Θεόν ο ψαλμωδός Προφήτης. Διότι εφ΄ όσον ο νόμος διατάσσει «μνησθήση δια παντός Κυρίου του Θεού σου, καθήμενος και πορευόμενος, κοιταζόμενος (εξαπλωμένος) και διανιστάμενος» και το Ευγγέλιο λέγει: «ερευνάτε τας Γραφάς» και μέσα σ΄ αυτές θα ευρήτε ζωήν αιώνιον, και ο Απόστολος παραγγέλλει να προσευχώμεθα αδιαλείπως, εκείνος που απασχολείται πολύ με γηΐνους λογισμούς είναι οπωσδήποτε παράνομος· πόσο δε περισσότερο αυτός που απασχολείται με πονηρούς και ακαθάρτους.
Πότε όμως προσεκύνησαν οι πατέρες μας στο όρος αυτό; Όταν ο Πατριάρχης Ιακώβ, αποφεύγοντας τον αδελφό του Ησαύ, που τον εφθονούσε, και υπακούοντας στις συμβουλές του πατέρα του Ισαάκ, επήγε στην Μεσοποταμία και επανήλθε από εκεί με τις γυναίκες και τα τέκνα του. Πράγματι κατά την επάνοδο, όταν έστησε σκηνές στο σημείο περίπου στο οποίο τώρα ο Κύριος ωμιλούσε με την Σαμαρείτιδα, μετά από το γεγονός που συνέβη με την Δείνα και μετά από την άλωσι των Σικήμων, είπεν ο Θεός στον Ιακώβ, όπως έχει γραφεί στην Γένεσι: «αναστάς ανάβηθι εις Βαιθήλ και ποίησον εκεί θυσιαστήριον τω Θεώ τω οφθέντι σοι εν τω αποδιδράσκειν σε από προσώπου Ησαύ του αδελφού σου».
Μετά από αυτά τα λόγια εσηκώθη ο Ιακώβ και ανέβη στο παρακείμενον όρος και οικοδόμησε, λέγει, εκεί θυσιαστήριο και ωνόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ· διότι εκεί του ενεφανίσθη ο Θεός. Γι΄ αυτό η Σαμαρείτις λέγει ότι οι πατέρες μας προσεκύνησαν σ΄ αυτό το όρος, επειδή εκρατούσε την παράδοσι εκείνων των παλαιών· διότι όσα αφορούν τον Ναό των Ιεροσολύμων ενομοθετήθησαν αργότερα. Και επειδή ακριβώς εκείνος ο τόπος ωνομάσθη από τον Ιακώβ οίκος Θεού, διότι έτσι ερμηνεύεται η λέξις Βαιθήλ, απορεί ποθώντας να μάθη πώς δεν λέγεται ότι ο οίκος του Θεού είναι εκεί αλλά στα Ιεροσόλυμα, όπου θεωρείτε ότι πρέπει να θυσιάζετε και να προσκυνήτε τον Θεό. Ο δε Κύριος, συμπληρώνοντας ήδη τον σκοπό των λόγων του και προφητεύοντας περί της γυναικός, ότι θα γίνη όπως ο Θεός ζητεί και αποδέχεται, και συγχρόνως αποκρινόμενος στους λόγους της, λέγει: «πίστευσόν μοι γύναι, ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί», και μετά από λίγο, «τοιούτους γαρ ζητεί ο Θεός τους προσκυνούντας αυτόν». Βλέπετε ότι και γι΄ αυτήν βεβαιώνει ότι θα γίνη όπως την θέλει ο Θεός και ότι θα προσκυνήση τον Ύψιστον Πατέρα όχι τοπικώς, αλλά ευαγγελικώς - διότι σ΄ αυτήν απευθύνεται ο λόγος, ότι ούτε στο όρος τούτο, ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα - αλλά συγχρόνως προαναγγέλλει σ΄ αυτήν φανερά και την μετάθεσι του νόμου: Διότι αφού θα μετατεθή η προσκύνησις, κατ΄ ανάγκην θα γίνη και μετάθεσις του νόμου.
Αλλά και το αμέσως επόμενον, «υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε (αυτό που δεν γνωρίζετε), ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν, ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστί», είναι απόκρισις προς τον λόγον εκείνης, συγχρόνως δε έρχεται και σαν συνέχεια των ιδικών του λόγων. Επειδή λέγει ότι κατά τούτο εμείς οι Ιουδαίοι - συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του μαζί με εκείνους, επειδή σωματικώς από αυτούς προέρχεται - εμείς, λοιπόν, λέγει, οι οποίοι δεν διαψεύδουμε το όνομα, αλλά γνωρίζουμε καλά τα ιδικά μας, κατά τούτο διαφέρουμε από σας τους Σαμαρείτες: στο ότι γνωρίζουμε πως έχει καθορισθή να τελήται η προσκύνησις στην Ιουδαία για τον λόγον ότι η σωτηρία όλου του κόσμου, δηλαδή ο Χριστός, θα προέλθη από του Ιουδαίους. Και επειδή δεν πρόκειται να έλθη στο μέλλον, αφού ήταν αυτός ο ίδιος, δεν είπε ότι η σωτηρία θα είναι από τους Ιουδαίους, αλλά ότι είναι. «Αλλ΄ έρχεται ώρα», λέγει, «και νυν εστί». Και αυτά προφητικά είναι· διότι το μεν «έρχεται» το λέγει, διότι ακόμη δεν ωλοκληρώθηκε, αλλά θα ολοκληρωθή, το δε «τώρα είναι» το είπε, επειδή την έβλεπε έτοιμη να πιστεύση και να προσκυνήση πνευματικώς και αληθώς. «Έρχεται ουν» λέγει «ώρα και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία» διότι ο Ύψιστος και προσκυνητός Πατήρ, είναι Πατήρ της αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού, και έχει πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το Άγιον, και αυτοί που έτσι τον προσκυνούν, το πράττουν διότι έτσι πιστεύουν και μετέχουν των κοινών ενεργειών τους. Διότι το Πνεύμα, λέγει ο Απόστολος, είναι αυτό δια του οποίου προσκυνούμε και δια του οποίου προσευχόμεθα, και ο μονογενής Υιός του Θεού λέγει: «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι΄ εμού».
Εκείνοι, λοιπόν, οι οποίοι προσκυνούν έτσι «εν πνεύματι και αληθεία» τον ύψιστον Πατέρα, αυτοί είναι οι αληθινοί προσκυνηταί. Επειδή δε απέκλεισε και τα Ιεροσόλυμα και την Σαμάρεια, για να μην νομίση κάποιος ότι πρόκειται αντί αυτών να εισαχθή άλλος τόπος, απομακρύνει πάλι τον ακροατήν από κάθε σωματικήν έννοια και τόπο και προσκύνησι ως εξής: «Πνεύμα», λέγει, «ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν», δηλαδή, νοώντας τον ασώματο εντελώς έξω από τα σωματικά· διότι με αυτόν τον τρόπο και θα τον ιδούν αληθώς παντού μέσα στο Πνεύμα και στην Αλήθειά του. Διότι ο Θεός είναι ασώματος, αφού είναι Πνεύμα, το δε ασώματον δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται από τοπικά όρια. Όποιος λοιπόν λέγει ότι ο Θεός πρέπει να προσκυνήται μόνο στην περιοχή των Ιεροσολύμων, ή του όρους της Σαμαρείας, ή σε κάποιον άλλο τόπο του ουρανού και της γης, δεν ομιλεί αληθώς ούτε αληθώς προσκυνεί.
Αλλά ως ασώματος ο Θεός δεν είναι σε κανένα τόπο, ως δε Θεός είναι παντού· διότι, εάν υπάρχη όρος ή τόπος ή κτίσις όπου δεν είναι ο Θεός, πάλι θα ευρεθή να περιέχεται σε κάτι άλλο, στο οποίο υπάρχει ο Θεός· παντού λοιπόν είναι ο Θεός και μέσα σε όλα. Πως, λοιπόν, είναι παντού και σε όλα; ως περιεχόμενος όχι από μέρος αλλά από το σύμπαν; όχι βέβαια· διότι πάλι θα ήταν σώμα. Επομένως, επειδή συνέχει και περιέχει το παν, αυτός είναι μέσα στον εαυτό του, παντού και επάνω από το παν, προσκυνούμενος από τους αληθινούς προσκυνητάς ως προς το Πνεύμα και την Αλήθειά του.
Παντού, λοιπόν, θα προσκυνηθή ο Θεός από αυτούς που πιστεύουν έτσι, αληθώς και θεοπρεπώς, όχι μόνον στην γη, αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και τον τόπον απεριόριστος, μέσα και μαζί με το Άγιο και αΐδιον Πνεύμα και τον συνάναρχον Υιόν και Λόγον, ο οποίος είναι η ενυπόστατος αλήθεια του Πατρός. Αλλά και η ψυχή και ο άγγελος, ενώ είναι ασώματοι, δεν ευρίσκονται σε ωρισμένον τόπον, αλλά δεν είναι και παντού· διότι δεν συνέχουν τον παν, αλλά και αυτά έχουν ανάγκη από εκείνο που τα συνέχει, επομένως και αυτά ευρίσκονται μέσα σ΄ αυτόν που συνέχει και περιέχει το παν, περιοριζόμενα καταλλήλως από αυτόν. Η ψυχή όμως, η οποία συνέχει το σώμα μαζί με το οποίο και εκτίσθη, ευρίσκεται σε όλο το σώμα, όχι σαν σε τόπο, ούτε σαν περιεχομένη σε αυτό, αλλά συνέχει και περιέχει το σώμα· έχει και αυτήν την ιδιότητα ως εικόνα του Θεού που είναι.
Η δε Σαμαρείτις καθώς ήκουσε από τον Χριστό τους εξαισίους αυτούς και θεοπρεπείς λόγους, ότι δηλαδή ο Θεός από κανέναν δεν προσκυνείται αληθινά παρά μόνον από αυτόν που ζει μέσα στο Πνεύμα και στην Αλήθειά του, τότε και αυτή, όπως η νυμφευομένη τον Θεό ψυχή, για την οποία ομιλεί το Άσμα των Ασμάτων, αναπτερωμένη από την φωνή του Νυμφίου της αφθαρσίας, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο, τον οποίο και έχει ενώπιόν της χωρίς ακόμη να το γνωρίζη, και λέγει: «οίδα (γνωρίζω) ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα». Βλέπετε πως ήταν ετοιμοτάτη για την πίστι, είχε δηλαδή την αίσθησι ότι ήδη εγγίζει ο προσδοκώμενος, και γι΄ αυτό ήταν γεμάτη ελπίδα; Άρα και σ΄ αυτήν δεν αρμόζει το του Δαυΐδ: «ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου»;
Και από πού θα εγνώριζε τούτο με τόσην βεβαιότητα και ασφάλεια και θα είχε τον εσωτερικόν πόθο προς αυτό, εάν δεν είχε μελετήσει με ακροτάτην σύνεσι τα προφητικά βιβλία; Γι΄ αυτό είχε και τον νου τόσο μετάρσιο, γεμάτον από θεία νοήματα. Καθώς τώρα βλέπω με θαυμασμό τον πνεύματικό και σφοδρόν πόθον αυτής της Σαμαρείτιδος προς τον Χριστό, μου έρχονται πάλι να ειπώ γι΄ αυτήν τα λόγια του Άσματος εκείνου: «τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος;»· επειδή προαναγγέλλει πως μετά από λίγο θα επιφανή ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, και υποδηλώνει ότι με αυτήν αρχίζει η Εκκλησία των εθνών αναρχόμενη από την πηγή στην οποία εστέκετο σαν από ιερά κολυμβήθρα, καθώς κατηχείτο από τον Σωτήρα, την βλέπω να προβάλλη σαν πολυέραστος όρθρος. Είναι δε ωραία όπως η σελήνη, επειδή φέγγει, ενώ επικρατεί ακόμη η νύκτα της ασεβείας· εκλεκτή δε όπως ο ήλιος, γι΄ αυτό και ωνομάσθη από τον Σωτήρα Φωτεινή και κατεγράφη και αυτή στον κατάλογο εκείνων που μέλλουν να λάμψουν όπως ο ήλιος, κατά το Ευαγγέλιο· διότι επεσφράγισε τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της με μακαριώτατο και μαρτυρικόν τέλος, τώρα δε εγνώρισε ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός και τέλεια τον εθεολόγησε· και εκείνο που είπε ο ίδιος ύστερα στους μαθητάς περί του συμφυούς και ομοτίμου Πνεύματος, πως όταν έλθη εκείνος θα διδάξη όλη την αλήθεια, το ίδιο και αυτή προλαβαίνοντας λέγει περί αυτού: «όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα».
Αλλά μόλις την είδε έτσι ο νοητός Νυμφίος Χριστός, λέγει προς αυτήν απροκαλύπτως: «εγώ ειμί, ο λαλών σοι». Εκείνη δε ως εκλεκτή, γίνεται αμέσως πραγματική Ευαγγελίστρια και αφήνοντας την υδρία τρέχει προς την πόλι και τους μεταστρέφει όλους με τα λόγια, οδηγώντας τους προς την πίστι του φανέντος, λέγοντας: «δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα· μήτι ούτός εστίν ο Χριστός;» Ομιλεί έτσι όχι επειδή έχει κάποιαν αμφιβολία, αλλά επειδή πιστεύει ότι και οι άλλοι θα πληροφορηθούν καλύτερα από την θέα και θα πεισθούν ευχερέστερα δια της συνομιλίας με τον Κύριον, όπως και πράγματι συνέβη.
Εγώ δε και για τα προηγούμενα ωμίλησα συνοπτικώτερα και τώρα θα παραλείψω την συνέχεια των ευαγγελικών λόγων, διότι βλέπω ότι ο χρόνος σας πιέζει για τις βιοτικές ανάγκες και τις σωματικές εργασίες. Εσείς όμως προσέξετε την Σαμαρείτιδα αυτήν· μόλις ήκουσε τους ευαγγελικούς λόγους τους οποίους κι εμείς αναγγέλλουμε προς την αγάπη σας, ευθύς κατεφρόνησε και τις απαραίτητες ανάγκες του σώματος. Άφησε στην στιγμή και την υδρία και την οικία, έτρεξε στην πόλι και παίρνοντας τους Σαμαρείτες επανήλθε μαζί τους στον Χριστό. Διότι το «δεύτε, ίδετε» αυτό ακριβώς σημαίνει, ακολουθήσετέ με όπου θα σας οδηγήσω και τώρα θα σας δείξω τον Σωτήρα που ήλθε από τους ουρανούς στον κόσμο. Τότε λοιπόν προτρέποντάς τους με αυτόν τον τρόπο, τους παρουσίασε στον Χριστό, εμάς δε με την εγκατάλειψι και της οικίας και της υδρίας μας διδάσκει να θεωρούμε προτιμωτέρα και από τις απαραίτητες ανάγκες την ωφέλειαν από την διδασκαλία, την οποία και ο Κύριος απεκάλεσε αγαθήν μερίδα προς την Μάρθα του Ευαγγελίου, υπερασπιζόμενος την Μαρία, η οποία παρακολουθούσε τον λόγο. Και εάν πρέπει να περιφρονούμε τα αναγκαία, πόσο μάλλον τα άλλα; Διότι τι σε κατεπείγει και σε απομακρύνει από τα ωφέλιμα στην ψυχήν ακροάματα; Μήπως επιμέλεια οίκου και παιδιών και γυναικός; οικείον ή συγγενικό πένθος ή χαρά; μήπως αγοραπωλησία κτημάτων, χρήσις όλων των υπαρχόντων σου ή μάλλον κατάχρησις; Αλλά άκουσε συνετώς τα αποστολικά διδάγματα· «ο καιρός αδελφοί, το λοιπόν συνεσταλμένος εστί, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει (περνά, φεύγει) γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου». Τι σημαίνει «ο καιρός συνεσταλμένος εστί»; Σύντομος ο βίος, φθαρτός αυτός ο κόσμος, εκείνος που μένει παντοτινά είναι άλλος· μας παραπέμπει δε προς εκείνον ασφαλώς η καταφρόνησις του παρόντος κόσμου, η ετοιμασία για εκείνον τον μέλλοντα, το να ζούμε όσον είναι δυνατόν από εδώ ανάλογα με εκείνο το πολίτευμα και να αποφεύγωμε με όλη μας την δύναμι τα επιβλαβή του παρόντος βίου. Όπως δε, όταν γίνεται πυκνά επιδρομή εχθρών στα περίχωρα της πόλεως, έχουμε τους αγρούς σαν να μη τους έχωμε, και τον περισσότερο χρόνο αφήνοντας εκείνους παραμένουμε στους οίκους με ασφάλεια, και εάν αναχωρήσουν για λίγο οι εχθροί, χρησιμοποιούμε σαν σε περίπατο τους αγρούς αυτούς, όμως χωρίς κατάχρησι, επειδή βλέπουμε τον καιρό της χρήσεως σύντομο, έτσι και ο Απόστολος καλώς παραινεί να χρησιμοποιούμε τον κόσμον αυτό, όχι όμως να κάνωμε κατάχρησι. Διότι βλέπει αφ΄ ενός τους αοράτους εχθρούς να επεμβαίνουν δεινώς, αφ΄ ετέρου την προσδοκία της φθοράς· «διότι», λέγει, «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». Επειδή ακριβώς τα παρόντα δεν υπάρχουν ουσιωδώς, αλλά, όπως το είπε, μόνο σχήμα έχουν, και γίνονται μεν, όμως δεν είναι, φαίνονται για λίγο και παρέρχονται· και αν θελήση κάποιος να τα κατέχη, δεν θα ημπορέση ποτέ, όπως η θερινή άγονος νεφέλη, η οποία διώκεται από τον άνεμο και παρέρχεται σαν σκιά. Η παραίνεσις αυτή γίνεται μόνον, για να γίνη φανερά η πρόθεσις του καθενός και για να δώση σημάδι της επιγνώσεως των διδαγμάτων του Θεού. Και εάν θελήση κάποιος να κατέχη τα παρόντα, αυτό δεν είναι δυνατόν για δύο λόγους: διότι όχι μόνον ο κόσμος αυτός παρέρχεται, αλλά και καθένας από εμάς που χρησιμοποιεί τον κόσμον αυτόν, μερικές φορές παρέρχεται και πριν από τα ίδια τα υπάρχοντά του. Κάθε άνθρωπος παρέρχεται σαν να βαδίζη σε κάποια οδό που και αυτή κινείται πολυειδώς και παρέρχεται από αυτόν και συμβαίνει ένα από τα δύο: ή τον προφθάνει η οδός και δεν ημπορεί πλέον να κατέχη εκείνα που κατείχε, ή αυτός προφθάνει και δεν ημπορεί πλέον να κατέχη τα βιοτικά· διότι, αφού ο άνθρωπος είναι θνητός, είναι συνδεδεμένος με τα βιοτικά, τα οποία είναι και αυτά τρεπτά. Ή λοιπόν τρέπεται πολυτρόπως ως συνδεδεμένος με τα τρεπτά και χάνει όσα κατείχε, πλούτον ίσως, δόξα ή ευθυμία, ή αποθνήσκοντας προφθάνει να επιφέρη στον ευατό του κεφαλαιωδέστερη τροπή και αναχωρεί γυμνός, εγκαταλείποντας σε άλλους τα παρόντα και τις ελπίδες που είχε γι΄ αυτά. Ίσως στα τέκνα του; αλλά ποία ευχαρίστησις θα προκύψη από αυτό; Αυτός μεν δεν έχει πλέον καμμίαν αίσθησι των εδώ πραγμάτων, τα δε τέκνα του θα πέσουν κι αυτά με τον ίδιο ή με άλλον τρόπο.
Το τέλος λοιπόν των προσκολλημένων στον κόσμον αυτόν είναι πάντοτε η συμφορά, αφού στο τέλος εκφέρονται γυμνοί και αφήνουν εδώ όλες τις γήϊνες παρηγοριές. Σε όσους όμως περιφρονούν τα πράγματα του κόσμου τούτου και ζητούν να μάθουν περί του μέλλοντος κόσμου και σπεύδουν να πράξουν αυτά που θα συντελέσουν για εκείνον, ο θάνατος όταν έρχεται, δεν προξενεί ζημία, αλλά μάλλον τους μεταφέρει από τούτα τα μάταια και ρευστά προς ανέσπερον ημέρα, προς αθάνατον ζωήν, προς πλούτον αδαπάνητον, προς άφθαρτον τρυφή, προς αΐδιον δόξα, προς τα αγαθά που υπάρχουν πραγματικώς και διαμένουν αναλλοίωτα. Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, με την χάρι και την φιλανθρωπία αυτού που έκλινε τους ουρανούς και κατέβη υπέρ ημών, όχι μόνον έως εμάς, αλλά μέχρι και τις έγκλειστες στα καταχθόνια ψυχές· ο οποίος από εκεί ανήλθε πάλι δι΄ Αναστάσεως και αναβιώσεως και προσέφερε σ΄ εμάς δια του εαυτού του τον φωτισμό και την γνώσι και την ελπίδα των ουρανίων και αϊδίων, για τα οποία και στα οποία είναι δεδοξασμένος στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου