Το κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο στα ελληνικά από τον μεγάλο σέρβο δογματολόγο, ένθεο φιλόσοφο , όσιο γέροντα και σύγχρονο πατέρα της Εκκλησίας αρχιμανδρίτη Ιουστίνο Πόποβιτς.Προσωπικά το θεωρώ ότι ωραιότερο έχω διαβάσει για την Ανάσταση. Περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων του π.Ιουστίνου υπό τον τίτλο Ανθρωπος και Θεάνθρωπος και είναι γεμάτο από ένθεη έκσταση, από τον φιλόχριστο έρωτα του αγίου πατρός.

Oι άνθρωποι κατεδίκασαν τον Θεόν εις θάνατον. O Θεός όμως δια της Αναστάσεώς Του «καταδικάζει» τους ανθρώπους εις αθανασίαν. Δια τα κτυπήματα τους ανταποδίδει τους εναγκαλισμούς.δια τας ύβρεις τας ευλογίας.δια τον θάνατον την αθανασίαν. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσον μίσος προς τον Θεόν, όσον όταν Τον εσταύρωσαν.και ποτέ δεν έδειξεν ο Θεός τόσην αγάπην προς τους ανθρώπους, όσην όταν ανέστη. Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεόν θνητόν, αλλ΄ ο Θεός δια της Αναστάσεώς Του κατέστησε τους ανθρώπους αθανάτους.

Ανέστη ο σταυρωθείς Θεός και απέκτεινε τον θάνατον. Ο θάνατος ουκ έστι πλέον. Η αθανασία κατέκλυσε τον άνθρωπον και όλους τους κόσμους του.
Δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου η ανθρωπίνη φύσις ωδηγήθη τελεσιδίκως εις την οδόν της αθανασίας, και έγινε φοβερά και δι αυτόν τον θάνατον. Διότι προ της Αναστάσεως του Χριστού ο θάνατος ήτο φοβερός δια τον άνθρωπον, από δε της Αναστάσεως του Κυρίου γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον. Εάν ζη δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Θεάνθρωπον ο άνθρωπος, ζη υπεράνω του θανάτου. Καθίσταται απρόσβλητος και από τον θάνατον. Ο θάνατος μετατρέπεται εις «υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α' Κορ. 15, 55-56). Ούτως, όταν ο εν Χριστώ άνθρωπος αποθνήσκη, αφήνει απλώς το ένδυμα του σώματός του δια να το ενδυθή εκ νέου κατά την ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας.
Μέχρι της Αναστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού ο θάνατος ήτο η δευτέρα φύσις του ανθρώπου. Η πρώτη ήτο η ζωή, και ο θάνατος η δευτέρα. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει τον θάνατον ως κάτι το φυσικόν. Αλλά με την Ανάστασίν Του ο Κύριος ήλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινεν η δευτέρα φύσις του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικόν εις τον άνθρωπον, και το αφύσικον κατέστη ο θάνατος. Όπως μέχρι της Αναστάσεως του Χριστού ήτο φυσικόν εις τους ανθρώπους το να είναι θνητοί, ούτω μετά την ανάστασιν έγινε φυσική δι½ αυτούς η αθανασία.

Δια της αμαρτίας ο άνθρωπος κατέστη θνητός και πεπερασμένος.δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Εις αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμις και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού Αναστάσεως. Και δια τούτο άνευ της Αναστάσεως του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων η Ανάστασις του Κυρίου είναι το μεγαλύτερον θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται εις αυτό. Εξ αυτού εκπηγάζουν και η πίστις και η αγάπη και η ελπίς και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέται μαθηταί, αυτοί οι οποίοι έφυγαν μακράν από τον Ιησούν όταν απέθνησκεν, επιστρέφουν προς Αυτόν όταν ανέστη. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστόν να ανίσταται εκ του τάφου, τον ωμολόγησεν ως Υιόν του Θεού. Κατά τον ίδιον τρόπον και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι ανέστη ο Χριστός, διότι ενίκησε τον θάνατον. Αυτό είναι εκείνο το οποίον ουδεμία άλλη θρησκεία έχει.αυτό είναι εκείνο το οποίον κατά τρόπον μοναδικόν και αναμφισβήτητον δεικνύει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους. Χάρις εις την Ανάστασιν του Χριστού, χάρις εις την νίκην επί του θανάτου οι άνθρωποι εγίνοντο και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι άλλο τι παρά ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος της του Χριστού Αναστάσεως, το οποίον συνεχίζεται διαρκώς εις όλας τας καρδίας των Χριστιανών από ημέρας εις ημέραν, από έτους εις έτος, από αιώνος εις αιώνα μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας. Ο άνθρωπος γεννάται αληθώς όχι όταν τον φέρη εις τον κόσμον η μητέρα του, αλλ΄ όταν πιστεύση εις τον Αναστάντα Σωτήρα Χριστόν, διότι τότε γεννάται εις την αθάνατον και αιωνίαν ζωήν, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς θάνατον, δια τον τάφον. Η Ανάστασις του Χριστού είναι η μήτηρ πάντων ημών, πάντων των Χριστιανών, η μήτηρ των αθανάτων. Δια της πίστεως εις την Ανάστασιν του Κυρίου, γεννάται εκ νέου ο άνθρωπος, γεννάται δια την αιωνιότητα. - Τούτο είναι αδύνατον! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής. Και ο Αναστάς Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μαρκ. 9, 23). Και ο πιστεύων είναι εκείνος ο οποίος με όλην την καρδίαν, με όλην την ψυχήν, με όλον το είναι του ζη κατά το Ευαγγέλιον του Αναστάντος Κυρίου Ιησού. Η πίστις μας είναι η νίκη δια της οποίας νικώμεν τον θάνατον, η πίστις δηλαδή εις τον Αναστάντα Κύριον. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α' Κορ. 15, 55-56). Δια της αναστάσεώς Του ο Κύριος «ήμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του. Δια της αμαρτίας ο θάνατος εκχέει το δηλητήριον εις την ψυχήν και το σώμα του ανθρώπου. Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερα είναι τα κέντρα δια των οποίων εκχέει ο θάνατος το δηλητήριόν του εις αυτόν. Όταν η σφήκα κεντρίση τον άνθρωπον, καταβάλλει ούτος κάθε δυνατήν προσπάθειαν δια να εκβάλη το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίση η αμαρτία - το κέντρον αυτό του θανάτου - τι πρέπει να κάμη; - Πρέπει με την πίστιν και προσευχήν να επικαλεσθή τον Αναστάντα Σωτήρα Χριστόν, δια να εκβάλη Αυτός το κεντρί του θανάτου από την ψυχήν του. Και Αυτός ως πολυεύσπλαγχνος θα το κάμη, διότι είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλαί σφήκαι πέσουν επί του σώματος του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος δηλητηριάζεται και αποθνήσκει. Το αυτό γίνεται και με την ψυχήν του ανθρώπου όταν την τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Αποθνήσκει ούτος θάνατον που δεν έχει ανάστασιν. Νικών δια του Χριστού την αμαρτίαν μέσα του ο άνθρωπος νικά τον θάνατον. Εάν περάση μία ημέρα και συ δεν έχης νικήσει ούτε μίαν αμαρτίαν σου, γνώρισε ότι έγινες περισσότερον θνητός. Εάν όμως νικήσης μίαν η δύο η τρεις αμαρτίας σου, έγινες πιο νέος με την νεότητα η οποία δεν γηράσκει, την αθάνατον και αιωνίαν! Ας μη το λησμονώμεν ποτέ: το να πιστεύη κανείς εις τον Αναστάντα Χριστόν, τούτο σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα εναντίον της αμαρτίας, του κακού και του θανάτου. Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθώς εις τον Αναστάντα Κύριον το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών.και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζη ότι αγωνίζεται δια την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι ματαία η πίστις του! Διότι, εάν η πίστις του ανθρώπου δεν είναι αγών δια την αθανασίαν και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με την εις Χριστόν πίστιν δεν φθάνη κανείς εις την αθανασίαν και την επί του θανάτου νίκην, τότε προς τι η πίστις ημών; Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθή. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθή, τότε δια τι να πιστεύη κανείς εις τον Χριστόν; Εκείνος όμως ο οποίος δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει βαθμιαίως εν εαυτώ την αίσθησιν ότι ο Κύριος όντως ανέστη, όντως ήμβλυνε το κέντρον του θανάτου, όντως ενίκησε τον θάνατον εις όλα τα μέτωπα μάχης. Η αμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, την πλησιάζει προς τον θάνατον, την μεταβάλλει από αθανάτου εις θνητήν, από αφθάρτου και απεράντου εις φθαρτήν και εις πεπερασμένην. Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερον είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον, είναι φανερόν ότι ευρίσκεται όλος βυθισμένος εις τας αμαρτίας, εις σκέψεις μυωπικάς, εις αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μία κλήσις εις τον μέχρις εσχάτης αναπνοής αγώνα εναντίον του θανάτου, μέχρι δηλαδή της τελικής νίκης επ½ αυτού. Κάθε αμαρτία αποτελεί μίαν υποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ήτταν. Δεν πρέπει να διερωτάται κανείς διατί και οι Χριστιανοί αποθνήσκουν τον σωματικόν θάνατον. Τούτο γίνεται, διότι ο θάνατος του σώματος είναι μία σπορά. Σπείρεται σώμα θνητόν, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α' Κορ. 15, 42 εξ.), και βλαστάνει, αυξάνει και γίνεται αθάνατον. Όπως ο σπειρόμενος σπόρος, ούτω και το σώμα διαλύεται, δια να το ζωοποιήση και τελειοποιήση το Άγιον Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχεν αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε τούτο από Αυτόν; Ούτος δεν θα είχε σώσει ολόκληρον τον άνθρωπον. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε δια τι εσαρκώθη, δια τι ανέλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτε από την Θεότητά Του;1 Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, δια τι τότε να πιστεύη κανείς εις Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινώς, ότι εγώ ουδέποτε θα επίστευον εις τον Χριστόν, εάν δεν είχεν αναστή και δεν είχε νικήσει τον θάνατον, τον μεγαλύτερον εχθρόν μας. Αλλ΄ ο Χριστός ανέστη και εδώρησεν εις ημάς την αθανασίαν. Άνευ αυτής της αληθείας, ο κόσμος μας είναι μόνον μία χαώδης έκθεσις απεχθών ανοησιών. Μόνον με την ένδοξον Ανάστασίν Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ηλευθέρωσεν από το παράλογον και την απελπισίαν. Διότι χωρίς την Ανάστασιν δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμον αυτόν.ούτε μεγαλυτέρα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αθανασίαν. Δι΄ αυτό εις όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ύπαρξις από τον άνθρωπον, που δεν πιστεύει εις την Ανάστασιν του Χριστού και την ανάστασιν των νεκρών (πρβλ. Α' Κορ. 15, 19). «Καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24). Εις τον ανθρώπινον κόσμον μας ο θάνατος είναι το μεγαλύτερον βάσανον και η πιο φρικιαστική απανθρωπία. Η απελευθέρωσις από αυτό το βάσανον και από αυτήν την απανθρωπίαν είναι ακριβώς η σωτηρία. Τοιαύτην σωτηρίαν εδώρησεν εις το ανθρώπινον γένος μόνον ο Νικητής του θανάτου - ο Αναστάς Θεάνθρωπος. Δια της αναστάσεώς Του Αυτός μας απεκάλυψεν όλον το μυστήριον της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθή δια το σώμα και την ψυχήν αθανασία και αιωνία ζωή. Πως δε κατορθώνεται τούτο; Μόνον δια της θεανθρωπίνης ζωής, της νέας ζωής της εν τω Αναστάντι και δια τον Αναστάντα Χριστόν! Δι½ ημάς τους Χριστιανούς η ζωή αυτή επί της γης είναι σχολείον, εις το οποίον μανθάνομεν πως να εξασφαλίσωμεν την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Διότι τι όφελος έχομεν από αυτήν την ζωήν, εάν με αυτήν δεν ημπορούμεν να αποκτήσωμεν την αιωνίαν; Αλλά, δια να αναστηθή μετά του Χριστού ο άνθρωπος, πρέπει πρώτον να συναποθάνη μετ΄ Αυτού και να ζήση την ζωήν του Χριστού ως ιδικήν του. Εάν κάμη τούτο, τότε την ημέραν της Αναστάσεως θα ημπορέση μετά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου να ειπή: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι.χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον.χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι»2. Εις τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιούνται και τα τέσσαρα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! - Αληθώς Ανέστη!... Εις εκάστην εξ αυτών ευρίσκεται από ένα Ευαγγέλιον, και εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ευρίσκεται όλον το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αοράτων. Και όταν όλα τα αισθήματα του ανθρώπου και όλαι αι σκέψεις του συγκεντρωθούν εις την βροντήν του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα, και αυτά εν αγαλλιάσει απαντούν, επιβεβαιούται το πασχαλινόν θαύμα: «Αληθώς Ανέστη!» Ναι, αληθώς ανέστη ο Κύριος! και μάρτυς τούτου είσαι εσύ, μάρτυς εγώ, μάρτυς κάθε Χριστιανός, αρχίζοντες από τους αγίους Αποστόλους μέχρι και της Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον η δύναμις του Αναστάντος Θεανθρώπου Χριστού ηδυνήθη να δώση, - και συνεχώς δίδει και συνεχώς θα δίδη - την δύναμιν εις κάθε Χριστιανόν - από τον πρώτον μέχρι τον τελευταίον - να νικήση παν το θνητόν και αυτόν τούτον τον θάνατον.παν το αμαρτωλόν και αυτήν ταύτην την αμαρτίαν.παν το δαιμονικόν και αυτόν τούτον τον διάβολον. Διότι μόνον με την Ανάστασίν Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικόν τρόπον, έδειξε και απέδειξεν ότι η ζωή Του είναι Αιωνία Ζωή, η αλήθειά Του είναι Αιωνία Αλήθεια, η αγάπη Του Αιωνία Αγάπη, η αγαθότης Του Αιωνία Αγαθότης, η χαρά Του Αιωνία Χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξεν ότι όλα αυτά τα δίδει Αυτός, κατά την απαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εις κάθε Χριστιανόν εις όλας τας εποχάς. Προς τούτοις, δεν υπάρχει ένα γεγονός όχι μόνον εις το Ευαγγέλιον, αλλά ούτε εις ολόκληρον την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους, το οποίον να είναι μεμαρτυρημένον κατά τρόπον τόσον δυνατόν, τόσον απρόσβλητον, τόσον αναντίρρητον, όσον η Ανάστασις του Χριστού. Αναμφιβόλως, ο Χριστιανισμός εις όλην του την ιστορικήν πραγματικότητα, την ιστορικήν του δύναμιν και παντοδυναμίαν, θεμελιούται επί του γεγονότος της Αναστάσεως του Χριστού, δηλαδή επί της αιωνίως ζώσης Υποστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού. Και περί τούτου μαρτυρεί όλη η μακραίων και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού. Διότι αν υπάρχη ένα γεγονός εις το οποίον θα ηδύνατο να συνοψισθούν όλα τα γεγονότα, από την ζωήν του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικώς ολοκλήρου του Χριστιανισμού, το γεγονός τούτο θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχη μία αλήθεια εις την οποίαν θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλαι αι Ευαγγελικαί αλήθειαι, η αλήθεια αύτη θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχη μία πραγματικότης εις την οποίαν θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλαι αι Καινοδιαθηκικαί πραγματικότητες, η πραγματικότης αύτη θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχη ένα Ευαγγελικόν θαύμα εις το οποίον θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα τούτο θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Διότι μόνον εν τω φωτί της Αναστάσεως του Χριστού, αναδεικνύεται θαυμασίως σαφές και το πρόσωπον του Θεανθρώπου Ιησού και το έργον Του. Μόνον εν τη Αναστάσει του Χριστού λαμβάνουν την πλήρη εξήγησίν των όλα τα θαύματα του Χριστού, όλαι αι αλήθειαί Του, όλα τα λόγιά Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Μέχρι της Αναστάσεώς Του ο Κύριος εδίδασκε περί της αιωνίου ζωής, αλλά μετά την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνιος ζωή. Μέχρι της Αναστάσεώς Του εδίδασκε περί της αναστάσεως των νεκρών, αλλά με την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάστασις των νεκρών. Μέχρι της Αναστάσεώς Του εδίδασκεν ότι η πίστις εις Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος ενίκησε τον θάνατον και εξησφάλισε τοιουτοτρόπως εις τους τεθανατωμένους ανθρώπους την μετάβασιν εκ του θανάτου εις την Ανάστασιν. Ναι, ναι, ναι: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασίν Του έδειξε και απέδειξεν ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος εις όλους τους ανθρωπίνους κόσμους. Και κάτι ακόμη: άνευ της Αναστάσεως του Θεανθρώπου δεν δύναται να εξηγηθή ούτε η αποστολικότης των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριον των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών ούτε η αγιότης των Αγίων ούτε η ασκητικότης των Ασκητών ούτε η θαυματουργικότης των Θαυματουργών ούτε η πίστις των πιστευόντων ούτε η αγάπη των αγαπώντων ούτε η ελπίς των ελπιζόντων ούτε η νηστεία των νηστευόντων ούτε η προσευχή των προσευχομένων ούτε η πραότης των πράων ούτε η μετάνοια των μετανοούντων ούτε η ευσπλαγχνία των ευσπλάγχνων ούτε οιαδήποτε χριστιανική αρετή η άσκησις. Εάν ο Κύριος δεν είχεν αναστή και ως Αναστάς δεν είχε γεμίσει τους μαθητάς Του με την ζωοποιόν δύναμιν και την θαυματουργικήν σοφίαν, ποίος θα ηδύνατο αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτας να τους συγκεντρώση και να τους δώση το θάρρος και την δύναμιν και την σοφίαν δια να ημπορέσουν τόσον άφοβα και με τόσην δύναμιν και σοφίαν να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστάντα Κύριον και να πηγαίνουν με τόσην χαράν εις τον θάνατον δι½ Αυτόν; Και αν ο Αναστάς Σωτήρ δεν τους είχε γεμίσει με την θείαν δύναμίν Του και σοφίαν, πως θα ημπορούσαν να ανάψουν μέσα εις τον κόσμον την άσβεστον πυρκαϊάν της Καινοδιαθηκικής πίστεως αυτοί οι απλοϊκοί αγράμματοι, αμαθείς και πτωχοί άνθρωποι; Εάν η Χριστιανική πίστις δεν ήτο η πίστις του Αναστάντος και κατά συνέπειαν του αιωνίως ζώντος και ζωοποιούντος Κυρίου, ποίος θα ηδύνατο να εμπνεύση τους Μάρτυρας εις τον άθλον του μαρτυρίου, και τους Ομολογητάς εις τον άθλον της ομολογίας, και τους Ασκητάς εις τον άθλον της ασκήσεως, και τους Αναργύρους εις τον άθλον της αναργυρίας, και τους Νηστευτάς εις τον άθλον της νηστείας και εγκρατείας, και οποιονδήποτε Χριστιανόν εις οποιονδήποτε Ευαγγελικόν άθλον; Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και δι΄ εμέ και δια σε και δια κάθε ανθρωπίνην ύπαρξιν. Διότι ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστάς Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξις υπό τον ουρανόν με την οποίαν δύναται ο άνθρωπος εδώ εις την γην να νικήση και τον θάνατον και την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να καταστή μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος εις την Αιωνίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Χριστού... Δια τούτο, δια την ανθρωπίνην ύπαρξιν ο Αναστάς Κύριος είναι τα πάντα εν πάσιν εις όλους τους κόσμους: ο,τι το Ωραίον, το Καλόν, το Αληθές, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνον, το Θείον, το Σοφόν, το Αιώνιον. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας όλη η Χαρά μας, όλον το Αγαθόν μας όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή εις όλας τας θείας αιωνιότητας και απεραντοσύνας. - Δια τούτο και πάλιν, και πολλάκις, και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!


Υποσημειώσεις:
1. Πρβλ. Ι. Χρυσοστόμου, εις Α' Κορ. ομ. 39, 2. PG 61, 334: «Ει δ½ ουκ εγείρονται (τα σώματα), δια τι ηγέρθη ο Χριστός; δια τι ήλθε; δια τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι½ ημάς».
2. Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. και Κανών του Πάσχα, ωδή γ'.