«ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΥΤΟΥ
ΕΙΣ ΓΕΝΕΑΝ ΚΑΙ ΓΕΝΕΑΝ»
(Εὐγνωμοσύνης ἀφιέρωμα στόν Μακαριστό
Ἀρχιεπίσκοπο Χριστοδουλο)
Ἔφυγε ὁ Μεγάλος Ἐκκλησιαστικός Ἡγέτης.
Ἐγκατέλειψε τόν μάταιο τοῦτο κόσμο ὁ ἀνεπανάληπτος ἄνθρωπος.
Ἐκοιμήθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.
Ράγισαν οἱ καρδιές τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ὅπου γῆς, δάκρυα κύλισαν ἀπό τά μάτια μικρῶν και μεγάλων.
Ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ Ἑλλάδα πενθεῖ.
Οἱ καμπάνες τῶν Ἑκκλησιῶν σέ πόλεις καί χωριά χτυποῦν πένθιμα συνοδεύοντας τόν βουβό πόνο καί κλαυθμό τῶν ἀνθρώπων.
Ἔφυγε ο ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης,
τῆς θυσίας,
τῆς προσφορᾶς.
Πέταξε γιά τόν Οὐρανό ὁ Μέγας ἅμα καί ἁπλοῦς Ἀρχιεπίσκοπος.
Σίγησε τό στόμα τό γλυκύφθογγον καί πολύφθογγον πού μέ πάθος κήρυξε τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἔπαψε νά κτυπᾶ ἡ καρδιά πού ἔκλεισε μέσα της δύο μεγάλες ἀγάπες, τόν Χριστό και τήν Ἑλλάδα.
Ἔκλεισαν τά φεγγοβόλα μάτια πού ἔλαμπαν ἀπό χαρά, ὅταν συναντοῦσαν τά βλέμματα τῶν ἀνθρώπων κάθε ἡλικίας, τά μάτια πού γέμιζαν δάκρυα μπροστά στόν πόνο καί τήν ὀδύνη τῶν πονεμένων, τῶν πτωχῶν, των κατατρεγμένων, τῶν ξένων, ὅλων ἐκείνων πού δέν εἶχαν πού τό κεφάλι τους νά ἀκουμπήσουν.
Ἔσβησε τό γλυκύ χαμόγελο στό χαριτωμένο πρόσωπο, πού ἔδωκε χαρά σέ χιλιάδες παιδιά, στούς νέους, πού σ’ αυτό τό πρόσωπο εἶδαν τόν δικό τους ἄνθρωπο, τό δικό τους πατέρα.
Ἀλλά μέσα στό τόσο βαρύ κλῖμα, ἀκούομε τά ρήματα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου « Οὔκ ἔχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» καί «ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».
Καί σύ Μεγάλε Ἡγέτη καί Πατέρα ἤδη εὑρίσκεσαι στόν Οὐρανό, «ὡς ἥλιος ἐκλάμπων ἐπί ναόν Ὑψίστου». Ἐκεῖ ἀπολαμβάνεις πλέον τήν χαρά τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ ἤδη ζεῖς τήν μακαριότητα τῶν Ἁγίων, ἀναπαυόμενος ἐν κόλποις Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ.
Ἄφησες τά ἐγκόσμια, ἔσβησε δι’ ἐσέ ἡ τοῦ βίου τούτου μέριμνα, ἐλύθη πλέον ἡ τῆς ματαιότητος πανήγυρις, ὅπως συμβαίνει γιά κάθε ἄνθρωπο. Ἔμειναν πίσω οἱ πίκρες, οἱ στεναχώριες, τά δάκρυα, ἡ ὀδύνη, ἡ ἀδικία καί ὅλα ὅσα ὑπέστης γιά τοῦ Χριστοῦ τήν ἀγάπη, γιά τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας Του, γιά τήν ἀγάπη τῆς Ἑλλάδος μας, τῆς γλυκείας πατρίδος μας πού τήν ἔκλεισες βαθειά στήν καρδιά σου καί γιά τήν ὁποία περιπαθῶς, ὅσο ζοῦσες ἐπί τῆς γῆς, ἀγωνίστηκες.
Ἔφυγες ΕΤΟΙΜΟΣ καί ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ, ἔχοντας απ’ αὐτή τήν ζωή νικήσει τόν θάνατο, ὡς υἱός Ἀναστάσεως. Σήκωσες μέ ὑπομονή καί καρτερία τόν σταυρό τῆς ζωῆς σου γενικῶς, ἀλλά καί τόν σταυρό τοῦ πόνου σου κατά τό τελευταῖο διάστημα τῆς ζωῆς σου. Ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκιμάσθης καί εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθης καί ζῶν μεταξύ ἀμαρτωλῶν μετετέθης.
Ἔφυγες γεμᾶτος ἀγάπη γιά ὅλους, καί γιά κείνους πού πολύ σέ ἀγάπησαν καί γιά ἐκείνους πού δέν σέ κατάλαβαν ποτέ, γιατί δέν μπόρεσαν νά παρακολουθήσουν τήν βαθειά σου σκέψη καί γιά κείνους πού σέ ἀδίκησαν, πού σέ πίκραναν, καί πού ἀκόμα – ἀκόμα σέ πολέμησαν.
Ἔφυγες γνωρίζοντας, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ μοίρα τῶν Μεγάλων.
Στό φέρετρό σου ἀκούμπησε ὅλη ἡ Ἑλλάδα.
Ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐτυχία ἀπό αύτή πού ἀπήλαυσες πλέον ἀπό ψηλά κατά την ἡμέρα καί τήν ὥρα πού ἕνας Λαός ὁλόκληρος ἀναγνωρίζοντας τό ἔργο σου καί τήν προσφορά σου σέ προέπεμπε στήν αἰωνιότητα;
Εἴσαι στό Φῶς, στή Χαρά, στήν Αἰωνία ἀπόλαυση.
Σέ εὐχαριστοῦμε γιατί τόσο ἀγάπησες τήν Ἐκκλησία μας.
Σέ μακαρίζουμε γιατί τόσο ἀγάπησες τήν Ἑλλάδα μας.
Σέ εὐγνωμονοῦμε γιατί τόσο μᾶς ἀγάπησες ὅλους μας.
Ζεῖς καί θά ζῆς διά παντός στή σκέψη μας καί στήν καρδιά μας.
Εἶσαι παρών στή ζωή μας.
Εὔχου καί προσεύχου ὑπέρ ἡμῶν στό Οὐράνιο Θυσιαστήριο.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε καί ἀείμνηστε πνευματικέ μας Πατέρα.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀνεπανάληπτε Ἐκκλησιαστικέ Ἡγέτη.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, μεγάλε Ἕλληνα Ὀρθόδοξε Ἱεράρχη.
+Ο ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου